περιβόησις

περιβόησις
περιβό-ησις, εως, , = foreg., in pl., Vett.Val.230.34, Artem.1.51.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περιβόησις — ήσεως, η, Α [περιβοώ] 1. το να καθιστά κανείς κάτι κακής φήμης, να το κάνει διαβόητο, δυσφήμηση, διαβολή 2. μεγάλη κραυγή 3. ταραχή, θόρυβος …   Dictionary of Greek

  • περιβοήσεις — περιβόησις fem nom/voc pl (attic epic) περιβόησις fem nom/acc pl (attic) περιβοάω defame aor subj act 2nd sg (attic epic ionic) περιβοάω defame fut ind act 2nd sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβοήσεσι — περιβόησις fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβοησία — ἡ, Α η περιβόησις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιβόησις, κατά τα θηλ. σε ία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”